παρατρίβομαι

παρατρίβομαι
παρατρί̱βομαι , παρατρίβω
rub beside
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρατρίβω — ΝΜΑ νεοελλ. 1. τρίβω κάτι υπερβολικά, τρίβω πάρα πολύ, φθείρω, καταστρέφω κάτι με υπερβολικό τρίψιμο 2. μέσ. παρατρίβομαι φθείρομαι από την υπερβολική τριβή, από το πολύ τρίψιμο («παρατριφτήκανε τα ρούχα μου») μσν. αρχ. φρ. «παρατρίβω [ή… …   Dictionary of Greek

  • παρακνώμαι — άομαι, Α παρατρίβομαι* («τοῑς δὲ ἐμπίπτων, τοῑς δὲ παρακνώμενος», Φιλόστρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνῶμαι «ξύνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”